greco » tedesco

προσ|όν <-όντος> [prɔˈsɔn] SUBST nt

1. προσόν (ικανότητα):

2. προσόν (ταλέντο):

Gabe f

3. προσόν (πλεονέκτημα):

Vorzug m

προίκα [ˈprika] SUBST f

προσ|άγω <-ήγαγα, -ήχθην, -ηγμένος> [prɔˈsaɣɔ] VERB vb trans

1. προσάγω (αποδείξεις):

2. προσάγω (μάρτυρες):

προσέ|χω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [prɔˈsɛxɔ] VERB vb trans, vb intr

πρόσωμα [ˈprɔsɔma] SUBST nt (μοριακή ΒΙΟΛ)

πρόσω [ˈprɔsɔ] AVV

πρόβα [ˈprɔva] SUBST f

1. πρόβα (δοκιμή):

πρόβα TEATR, MUS
Probe f

2. πρόβα (ρούχου):

3. πρόβα (αυτοκινήτου):

πρόζα [ˈprɔza] SUBST f

πρόκα [ˈprɔka] SUBST f

προβιά [prɔˈvja] SUBST f

1. προβιά (προβάτου):

2. προβιά (γενικότερα):

Fell nt

πρόγκα [ˈprɔŋga] SUBST f

προϊός [prɔiˈɔs] SUBST m MED

προφίλ [prɔˈfil] SUBST nt inv και fig

προϊ|όν <-όντος> [prɔiˈɔn] SUBST nt

1. προϊόν (ό,τι παράχτηκε):

Produkt nt

2. προϊόν (κέρδος):

Erlös m

3. προϊόν (αποτέλεσμα):

I . προνο|ώ <-είς, -ησα> [prɔnɔˈɔ] VERB vb intr (φροντίζω)

II . προνο|ώ <-είς, -ησα> [prɔnɔˈɔ] VERB vb trans (προβλέπω)

προωθ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [prɔɔˈθɔ] VERB vb trans (κάποια υπόθεση)

Προύσα SUBST

Contributo di un utente

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский